- στημονονητικός
- -ή, -όν, Α(μόνον στη φρ.) «τέχνη στημονονητική» — η κλωστική.[ΕΤΥΜΟΛ. < στήμων, -ονος + -νητικός (< νέω [II] «γνέθω, κλώθω»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στημονονητική — στημονονητικός of spinning fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στημονονητικήν — στημονονητικός of spinning fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)